φραγκεύω

φραγκεύω
Frenkleşmek, batılılaşmak

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • φραγκεύω — Ν [Φράγκος] 1. (μτβ.) προσηλυτίζω κάποιον στον Ρωμαιοκαθολικισμό 2. (αμτβ.) γίνομαι Ρωμαιοκαθολικός αλλάζοντας δόγμα …   Dictionary of Greek

  • φραγκεύω — φράγκεψα 1. μτβ., κάνω κάποιον Φράγκο στο θρήσκευμα, τον προσηλυτίζω στο καθολικό δόγμα. 2. αμτβ., γίνομαι Φράγκος, καθολικός, ασπάζομαι το καθολικό δόγμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φράγκεμα — το, Ν [φραγκεύω] η προσχώρηση Ορθοδόξων στον Ρωμαιοκαθολικισμό …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”